ἀνίδρως

ἀνίδρως
ἀνίδρ-ως [pron. full] [ῑ], ων,
A without perspiration, Ruf.Ren.Ves.6.2, Aret.SD 1.16, 2.7; and so, with v.l. ἄνιδρος, in Hp.Acut.(Sp.)17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανίδρως — ἀνίδρως, ων (Α) αυτός που δεν ιδρώνει, ο δίχως ιδρώτα, ανίδρωτος …   Dictionary of Greek

  • άνιδρος — η, ο (Α ἄνιδρος, ον) ανίδρως* …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”